- εὐκατάγωγος
- εὐκατ-άγωγος [ᾰγ], ον,A easy to wind up, of a torsion-engine (cf. καταγωγίς), Ph.Bel.53.33.2 good for landing in,
λιμήν Eust.
ad D.P.195.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιμήν Eust.
ad D.P.195.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκατάγωγος — εὐκατάγωγος, ον (ΑΜ) 1. (για καταπέλτη) αυτός που πέφτει εύκολα προς τα κάτω 2. αυτός στον οποίο προσορμίζεται κάποιος εύκολα («λιμένα γὰρ ἔχει εὐκατάγωγον», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κατ άγω «οδηγώ προς τα κάτω, προς την παραλία»] … Dictionary of Greek
εὐκατάγωγον — εὐκατάγωγος easy to wind up masc/fem acc sg εὐκατάγωγος easy to wind up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκαταγώγους — εὐκατάγωγος easy to wind up masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκατάγωγα — εὐκατάγωγος easy to wind up neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)